Υπάρχουν δύο ειδών έργα. Αυτά που κατασκευάζονται για να τελειώσουν κάποτε και αυτά που κατασκευάζονται για να μη τελειώσουν ποτέ. Τα πρώτα κατατάσσονται σε χρήσιμα και λιγότερο χρήσιμα. Τα δεύτερα είναι παντελώς άχρηστα, όσο ευγενής και να είναι ο υποτιθέμενος στόχος τους. Παράδειγμα το Φράγμα των Ποταμών. Μετά από δεκαετή κατασκευαστικό οργασμό, το Φράγμα δεν λέει να τελειώσει, πολλώ δε μάλλον να φέρει νερό στο Ρέθυμνο.
Το Φράγμα των Ποταμών ανήκει προφανώς στο δεύτερο είδος των έργων, αυτών, δηλαδή, που κατασκευάζονται για να μη τελειώσουν ποτέ. Είναι συνεπώς ένα έργο άχρηστο και επιζήμιο, που έχει ήδη κοστίσει ένα πολλαπλάσιο του ευτελούς ποσού των 2 δις δραχμών, με το οποίο είχε αρχικά δημοπρατηθεί. Και έπεται συνέχεια. Δημοπρατήσεις, έρχονται και παρέρχονται, εργολαβίες εναλλάσσονται με υπεργολαβίες, υπεργολαβίες με κοινοπραξίες. Οι εργολάβοι ανακυκλώνονται παραμένοντας σε γενικές γραμμές οι ίδιοι, το έργο αλλάζει όνομα, παραμένοντας το ίδιο.
«Αξιοποίηση του Φράγματος Ποταμών» είναι ομολογουμένως ένας άκρως ευφάνταστος τίτλος για ένα έργο που δεν κατασκευάζεται για να τελειώσει. Το Φράγμα των Ποταμών είναι ένα εκ κατασκευής ερείπιο, πλήρως ενσωματωμένο στο τοπίο που κατέστρεψε.
Ας θυμηθούμε καλύτερα. Σκοπός του Φράγματος ήταν αρχικά η αξιοποίηση των νερών της κοιλάδας του Αμαρίου για την «οριστική λύση» του υδροδοτικού προβλήματος του Ρεθύμνου και του Ρεθυμνιακού κάμπου. Το 1995 άρχισε η κατασκευή, το 1998 θα ερχόταν άφθονο το νερό στα σπίτια μας.. Τα έργο όμως φαίνεται να στράβωσε στην πορεία. Τώρα μας λένε ότι πρέπει το ίδιο το στοιχειωμένο φράγμα να «αξιοποιηθεί», πρώτα αυτό, για να «αξιοποιήσει» με την σειρά του τα νερά του Αμαρίου. Οι προοπτικές είναι, συνεπώς, ζοφερές: το «αναξιοποίητο» φράγμα έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος του άσκοπα ρημαγμένου τοπίου που το περιβάλλει.
Κανείς δεν φαίνεται να πιστεύει πια ότι το Φράγμα των Ποταμών θα λύσει, και μάλιστα «οριστικά», το υδροδοτικό του Ρεθύμνου. Σε μια πόλη που χάνει το μισό νερό της από διαρροές, και που για να ξεχάσει την δίψα της ονειρεύεται πισίνες, γρασίδια και καταπράσινα γήπεδα γκολφ, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για οποιαδήποτε λύση.
Στο Φράγμα Ποταμών δεν ποντάρει πια κανείς. Ούτε καν ο Δήμαρχος. Ούτε καν το Τεχνικό Επιμελητήριο Δυτικής Κρήτης. Την «οριστική λύση του υδροδοτικού προβλήματος» την φαντάζονται αλλού. Ποτέ ξανά δεν θα διψάσει το Ρέθυμνο, αν «αξιοποιήσει» το νερό της λίμνης του Κουρνά, αυτό είναι το νέο τους πιστεύω.
Οι διαδικασίες πρέπει να επισπευσθούν, υποστηρίζει ο τεχνικός σύμβουλος του κράτους σε υπόμνημα που υπέβαλε στον Περιφερειάρχη Κρήτης, όπως διαβάσαμε στον τοπικό τύπο της περασμένης εβδομάδας. Να παρέμβει η Περιφέρεια για να γίνει επιτέλους το διαχειριστικό σχέδιο για την αξιοποίηση του νερού της λίμνης και να στηθεί και το ταχυδιυλιστήριο στα Δράμια, ζητούν οι υπεύθυνοι του Επιμελητηρίου.
Η νέα «οριστική λύση» είναι ωστόσο κατασκευασμένη και αυτή από σαθρά υλικά. Οι δηλώσεις τεχνικού Επιμελητηρίου αποσιωπούν αυτό που έπρεπε να τονίζουν. Η λίμνη του Κουρνά είναι η μοναδική λίμνη γλυκού νερού στην Κρήτη και μια από τις ελάχιστες που βρίσκονται σε ένα Μεσογειακό νησί. Για την μοναδικότητά της αυτή έχει χαρακτηριστεί Περιοχή Ειδικής Προστασίας για τα Πουλιά και έχει προταθεί να ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων οικοτόπων Natura 2000. Είναι συνεπώς επόμενο ότι κάθε διαχειριστικό σχέδιο για την άντληση νερού που δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη το καθεστώς προστασίας της λίμνης είναι ανεπαρκές και άκυρο.
Διαχείριση δεν σημαίνει μόνο να τα βρουν ο Δήμος Ρεθύμνου με τον Δήμο της Γεωργιούπολης, έστω με την επιδιαιτησία της Περιφέρειας. Τόσες χιλιάδες κυβικά εσείς, τόσα εμείς και τελειώσαμε. Υπάρχει και η ίδια η λίμνη και η χλωρίδα και η πανίδα που φιλοξενεί. Το οικοσύστημα της λίμνης για να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση χρειάζεται και αυτό μια ποσότητα νερού. Ποια; Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί με ειδική μελέτη και δεν είναι θέμα πλειοψηφιών και μειοψηφιών στα δημοτικά συμβούλια των αντίπαλων δήμων.
Και μια συμβουλή στον Τεχνικό Σύμβουλο. Οι «οριστικές λύσεις» είναι άπιαστες χίμαιρες και πρέπει να αποφεύγονται. Η πείρα έχει δείξει ότι πάντα κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Και επιπλέον, δύο οριστικές λύσεις για το ίδιο πρόβλημα, μέσα σε μια δεκαετία, είναι υπερβολή που δύσκολα χωνεύεται. Ας περιοριστεί, λοιπόν, το ΤΕΕ να μας συμβουλεύσει, πώς το 50% των απωλειών του υδρευτικού δικτύου θα ήταν δυνατόν να μειωθεί και τι μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για να περιοριστεί η σπατάλη του νερού. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τους τεχνοκράτες του Επιμελητηρίου.
Δήμος Τσαντίλης